-
1 κεραοξοος
-
2 κεραοξόος
κεραοξόοςpolishing horn: masc /fem nom sg -
3 κεραοξόος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραοξόος
-
4 κεραοξόος
κεραο-ξόος (κέρας, ξέω): horn-polishing, worker in horn, τέκτων, Il. 4.110†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κεραοξόος
-
5 κεραοξόος
κεραο-ξόος, Horn glättend, schnitzend, zu Bogen u. andern Geräten verarbeitend; τέκτων, Hornarbeiter, Drechsler -
6 κεραοξόον
κεραοξόοςpolishing horn: masc /fem acc sgκεραοξόοςpolishing horn: neut nom /voc /acc sg -
7 κερατο-ξόος
κερατο-ξόος, = κεραοξόος; Nonn. D. 3, 76 τέχνη.
-
8 ἀσκέω
ἀσκέω, 1) sorgfältig, künstlich bearbeiten, verzieren; ἤσκειν εἴρια καλά, 3. sing., Iliad. 3, 388; ἑανόν, ὅν οἱ Ἀϑήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα 14, 179; ϑρόνον – Ἥφαιστος τεύξει ἀσκήσας 14, 240; κέρα – τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων 4, 110; κρητῆρα – Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν 23, 743; ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται 10. 438; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od. 23, 198; χρυσόν – ὁ δ' ἔπειτα βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας 3, 438; χορόν, τῷ ἴκελον οἷόν ποτε Δαίδαλος ἤσκησεν Ἀριάδνῃ, ein Bildwerk, Iliad. 18, 592, vgl. Paus. 9, 40, 2; ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, sorgfältig putzen u. reinigen, Od. 1, 439. Uebh. zieren, schmücken, ἠσκημένη πέπλοις Aesch. Pers. 178; Soph. El. 444; κόσμῳ Her. 3, 1, u. öfter; οἶκος ἠσκημένος, künstlich geschmückt, 2, 130; übh. ausrüsten, 'Έλληνες ναυσίν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι Eur. I. A. 83; σῶμ' ὃπλοις ἠσκήσατο Hel. 1395; ἀσκεῖν εἰς κάλλος El. 1073. – 2) = ϑεραπεύειν, verehren, δαίμονα Pind. P. 3, 109; ϑέμις ἀσκεῖται Ol. 8, 22 N. 9, 8. Daraus entspringt die bei den Att. gew. Bdtg, üben, ausüben, wie Her. τέχνην, πεντάεϑλον 3, 125. 9, 33 sagt; auch δικαιοσύνην, ἀληϑηΐην 1, 96. 7, 209. So κακότητα Aesch. Prom. 1068; τὰ δίκαια Soph. O. C. 917; κακά Tr. 383; λαλίαν Ar. Nubb. 921; μηδὲν ὑγιές Plut. 50; τινά τι. Einen worin, 47; ἔρωτας, πόνον, ἀπάτας Eur. Hell. 1110; ἀσέβειαν Bacch. 476; λόγῳ ἠσκημένον, das vorgegebene, Soph. El. 1208. So stets in Prosa, σοφίαν καὶ ἀρετήν Plat. Euthyd. 283 a; σιωπήν, Stillschweigen beobachten, Xen. Cyr. 5, 3, 43; bes. σῶμα πρός od. εἴς τι, den Körper stärken, von athletischen u. gymnischen Uebungen, Mem. 1, 2, 19 Cyr. 2, 1, 20 u. Sp.; Phryn. in B. A. 17 erkl. τὸ ἀγωνιστικῆς ἐπιμελείας τυγχάνειν; auch ohne σῶμα, Plat. Lach. 128 e; στάδιον, παγκράτιον, sich im Wettlauf, P. üben, Legg. VII, 795 b; τὰ περὶ τὸν πόλεμον VIII, 832 b; c. inf., ἀσκῶ ποιεῖν, ich bemühe mich zu thun, Xen. Cyr. 5, 5, 12; εὐπετῶς φέρειν Mem. 2, 1, 6; εὖ ἠσκηκότες, den ἀνάσκητοι entgeggstzt, Cyr. 8, 8, 20; ἠσκημένος ἀνήρ Mem. 3, 13, 6; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηται Dem. 9, 52; auch Sp. Bei Is. 7, 14 παῖδα neben δι' ἐπιμελείας ἔχειν.
-
9 τεκτων
1) плотник Hom., Trag., Thuc., Xen. etc.2) строитель, мастерνεῶν τέκτονες Hom. — кораблестроители;
τ. κεραοξόος Hom. — мастер, изготовляющий изделия из рога;τ. νωδυνιᾶν Pind. — целитель болезней, врач3) художник, создатель, творец Soph., Eur.τ. ἐπέων Pind. поэт.;
τέκτονες κώμων Pind. — участники хоровода, танцоры4) виновник или зачинщик(νεικέων Aesch.; κακῶν πάντων Eur.)
τ. γένους Aesch. — родоначальник -
10 κερατοξόος
κερᾰτοξόος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατοξόος
-
11 κερατοποιός
κερᾱτο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατοποιός
-
12 κερατουργός
κερᾱτουργός, όν,A = κεραοξόος, Sch.D Il.4.110, EM505.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατουργός
-
13 τέκτων
A worker in wood, carpenter, joiner,τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν Il.6.315
, cf. Sapph.91;τέκτονος υἱόν, Ἁρμονίδεω.. ὂς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας Il.5.59
; νηῶν, δούρων τ., Od.9.126, 17.384, cf. 19.56, 21.43; [πίτυν] οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον πελέκεσσι Il.13.390
;τ., ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης 15.411
;τ. γὰρ ὢν ἔπρασσες οὐ ξυλουργικά E.Fr. 988
, cf. A.Fr. 357, S.Fr. 474, X.Mem.1.2.37: it is freq. opp. to a smith ([etym.] χαλκεύς), Pl.Prt. 319d, R. 370d, X.HG3.4.17; to a mason ([etym.] λιθολόγος), Th.6.44, cf. Ar.Av. 1154: freq. in Inscrr., IG12.373.245, etc., and Papyri, PCair.Zen.27.3 (iii B.C.), etc.:—but also,2 generally, any craftsman or workman, κεραοξόος τ. a worker in horn, Il.4.110, cf. S.Tr. 768; rarely of metal-workers, h.Ven.12;τ. Δίου πυρὸς Κύκλωπας E.Alc.5
; sculptor, statuary, ib. 348.3 master in any art, as in gymnastics, Pi.N.5.49; of poets, τέκτονες σοφοὶ (sc. ἐπέων) Id.P.3.113;τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων Cratin.70
(ap.Ar.Eq. 530); τέκτονες κώμων, i.e. the χορευταί, Pi.N. 3.4; τ. νωδυνίας, i.e. a physician, Id.P.3.6; δεξιᾶς χερὸς ἔργον, δικαίας τέκτονος a true workman, A.Ag. 1406.4 metaph., maker, author, νεικέων ib. 152 (lyr.); ; γένους the author of a race, A.Supp. 594 (lyr.), cf. 283; ψευδῶν τ. Heraclit.28;ὁ γὰρ χρόνος μ' ἔκαμψε, τ. μὲν σοφός Crates Com.39
. (Cf. Skt. ták[snull ]an- 'carpenter', ták[snull ]ati, tā[snull ][tnull ]i 'form by cutting, plane, chisel, chop', Lett. test, tēst 'hew, plane', etc.: cf. τέχνη.)
См. также в других словарях:
κεραοξόος — κεραοξόος, ον (Α) 1. αυτός που ξύνει και κατεργάζεται κέρατα 2. αυτός που κατασκευάζει τόξα από κέρατα («τὰ μὲν ἀσκήσας κεροοξόος ἤραρε τέκτων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραός + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λα ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
κεραοξόος — polishing horn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραοξόον — κεραοξόος polishing horn masc/fem acc sg κεραοξόος polishing horn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κερατοξόος — κερατοξόος, ον (Α) κεραοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λαο ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
κερατοποιός — κερατοποιός, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) κεραοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κερατουργός — κερατουργός, όν (Α) κεραοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + ουργός] … Dictionary of Greek
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek